ξαστέρωμα

ξαστέρωμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξαστερώνω, το να γίνει κάτι αίθριο, καθαρό, η διακοπή της κακοκαιρίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαστέρωμα — το [ξαστερώνω] ξαστεριά …   Dictionary of Greek

  • αιθρίασμα — το [αιθριάζω] βελτίωση τού καιρού, ξαστέρωμα …   Dictionary of Greek

  • καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”